Κυριακή 18 Δεκεμβρίου 2011

Άντον Τσέχωφ: "Νύχτα Χριστουγέννων".

Άντον Τσέχωφ: Νύχτα Χριστουγέννων

Η νέα γυναίκα, είκοσι τριών χρονών, με πρόσωπο απίστευτα χλομό, στεκόταν στην άκρη της θάλασσας και κοιτούσε τον ορίζοντα. Κάτω από τα μικροκαμωμένα πόδια της με τα βελουτέ μποτάκια, μια ετοιμόρροπη σκάλα, με μια ετοιμόρροπη κουπαστή, οδηγούσε στο νερό.

Κοιτούσε πέρα μακριά, όπου έχασκε ο ορίζοντας, σκεπασμένος από βαθύ, αδιαπέραστο σκοτάδι. Δε φαίνονταν ούτε αστέρια, ούτε θάλασσα καλυμμένη με πάγο, ούτε φώτα. Έβρεχε δυνατά...

«Τι να είναι άραγε εκεί κάτω;» σκεφτόταν η γυναίκα κοιτάζοντας μακριά, προφυλαγμένη από τον αέρα και τη βροχή με μια μουσκεμένη κοντή γούνα και ένα σάλι.

Κάπου εκεί, σ' αυτό το αδιαπέραστο σκοτάδι, πέντε, δέκα ή και περισσότερα βέρστια μακριά, θα πρέπει να βρίσκεται την ώρα αυτή ο άντρας της, ο γαιοκτήμονας Λιτβίνοφ, με τα αλιευτικά του. Αν η χιονοθύελλα των τελευταίων δύο ημερών στη θάλασσα δε σκέπασε με χιόνι τον Λιτβίνοφ και τους ψαράδες του, τώρα θα πρέπει να κατευθύνονται προς την ξηρά. Η θάλασσα φούσκωσε και σύντομα θ' αρχίσει να σπάει τους πάγους καταπώς λένε. Οι πάγοι δεν μπορούν να αντέξουν τον άνεμο αυτό. Θα προλάβουν άραγε τα αλιευτικά έλκηθρά τους, βαριά και δυσκίνητα, να φτάσουν στην ξηρά προτού η κατάχλομη γυναίκα ν' ακούσει το μουγκρητό της θάλασσας που ξυπνάει;


Ήθελε να κατέβει, οπωσδήποτε. Η κουπαστή μετακινήθηκε κάτω από το χέρι της, και βρεμένη, γλιτσιασμένη, της ξέφυγε σαν ψάρι. Αναγκάστηκε να καθίσει και να δοκιμάσει να την κατεβεί στα τέσσερα, κρατημένη γερά από τα παγωμένα βρόμικα σκαλοπάτια. Φύσηξε ο αέρας και άνοιξε τη γούνα της. Το στέρνο της μύριζε ξινίλα.

«Άγιε Νικόλαε, θαυματουργέ, η σκάλα αυτή δεν έχει τελειωμό!» ψιθύρισε η νεαρή γυναίκα, μετρώντας ένα ένα τα σκαλάκια.

Ήταν ακριβώς δεκαεννιά, και κατέβαιναν σε ευθεία γραμμή, κι όχι ελικοειδώς, σχηματίζοντας οξεία γωνία με την επιφάνεια του νερού. Ο άνεμος τα ταρακουνούσε με μανία από τη μια πλευρά στην άλλη, κι αυτά έτριζαν, σαν τάβλα έτοιμη να σπάσει.

«Ποιος είναι;» ακούστηκε μια αντρική φωνή.
«Εγώ, Ντενίς...»
Ο Ντενίς, ψηλός, μεγαλόσωμος γέροντας, με μακριά γκρίζα γενειάδα, στεκόταν στην ακτή, στηριγμένος σε ένα μεγάλο μπαστούνι και κοιτώντας, κι αυτός, το αδιαπέραστο σκοτάδι. Στεκόταν κι έψαχνε ένα στεγνό σημείο στα ρούχα του, για ν' ανάψει πάνω εκεί ένα σπίρτο και να καπνίσει το τσιμπούκι του.

«Εσείς είστε, αρχόντισσα Ναταλία Σεργκέγεβνα;» ρώτησε με κατάπληκτη φωνή. «Σε τέτοιο χαμό; Τι κάνετε εδώ; Με τη διάπλασή σας και μάλιστα μετά τη γέννα, ένα κρύωμα μπορεί να είναι αιτία θανάτου. Γυρίστε σπίτι, μητερούλα!»

Εκείνη τη στιγμή, ακούστηκε το κλάμα μιας γριάς. Έκλαιγε η μάνα του ψαρά Γεφσέι, που είχε φύγει με τον Λιτβίνοφ για ψάρεμα. Ο Ντενίς αναστέναξε και κούνησε το χέρι.

«Έζησες κι εσύ, γριά», είπε απευθυνόμενος στο κενό, «στον κόσμο ετούτο εβδομήντα χρονάκια, και σαν μικρό παιδί, δεν κατάλαβες τίποτα. Τα πάντα, ανόητη, είναι θέλημα Θεού! Με τη γέρικη ανημπόρια σου, θα έπρεπε τώρα να κάθεσαι δίπλα στη σόμπα κι όχι να στέκεσαι μέσα στην υγρασία! Πήγαινε στο καλό του Θεού!»

«Μα, ο Γεφσέι μου, ο Γεφσέι! Έναν τον έχω, Ντενισάκο!»

«Θέλημα Θεού! Αν δεν του είναι γραμμένο να πεθάνει στη θάλασσα, τότε ακόμα κι αν η θάλασσα τον τσακίσει εκατό φορές, ζωντανός θα μείνει. Κι αν, μητέρα, του είναι γραφτό να βρει το θάνατο αυτή τη φορά, τότε δε θα το κρίνουμε εμείς. Μην κλαις, γριά! Δεν είναι μόνος του ο Γεφσέι στη θάλασσα! Είναι και ο άρχοντας Αντρέι Πετρόβιτς. Εκεί κι ο Φέντκα, κι ο Κουζμά, κι ο Ταρασένκο, ο Αλιόσκα...»

«Είναι όμως ζωντανοί, Ντενισάκο;» ρώτησε η Ναταλία Σεργκέγεβνα με τρεμάμενη φωνή.

«Ποιος να ξέρει, αρχόντισσα! Αν χθες, τρίτη μέρα τώρα, δεν τους πήρε η χιονοθύελλα, θα πρέπει να είναι ζωντανοί. Κι αν η θάλασσα δε σπάσει, τότε και πάλι θα είναι ζωντανοί. Δε βλέπεις όμως τι αέρας κι αυτός!»

«Κάποιος περπατάει στον πάγο!» είπε ξάφνου η νεαρή γυναίκα, με αφύσικα βραχνή φωνή, πισωπατώντας, σαν να φοβήθηκε.

Ο Ντενίς μισόκλεισε τα μάτια και αφουγκράστηκε.
«Όχι, αρχόντισσα, κανένας δεν έρχεται», είπε. «Ο χαζός ο Πέτκα κάθεται στη βάρκα και κουνάει τα κουπιά. Πετράκη!» φώναξε ο Ντενίς. «Κάθεσαι;»
«Κάθομαι, παππού!» ακούστηκε μια αδύναμη, άρρωστη φωνή.
«Πονάς;»
«Πονάω, παππού! Δεν έχω πια δυνάμεις!».

Στην ακτή, εκεί που άρχιζε ο πάγος, υπήρχε μια βάρκα. Στη βάρκα, στον πάτο της, καθόταν ένας ψηλός νεαρός με αδιανόητα μακριά πόδια και χέρια. Ήταν ο χαζο-Πετράκης. Με σφιγμένα τα δόντια και τρέμοντας ολόκληρος, κοιτούσε το μαύρο κενό, πασχίζοντας κι αυτός να διακρίνει κάτι. Κάτι περίμενε κι αυτός από τη θάλασσα. Τα μακριά χέρια του κρατιόντουσαν από τα κουπιά, ενώ το αριστερό του πόδι ήταν διπλωμένο κάτω από το σώμα του.

«Πονάει ο χαζούλης μας!» είπε ο Ντενίς πλησιάζοντας τη βάρκα. «Το πόδι του πονάει, του άμοιρου. Κι έχασε το μυαλό του από τον πόνο. Κι εσύ, βρε Πετράκη, καλύτερα να πήγαινες στη ζεστασιά! Εδώ θα κρυώσεις χειρότερα...».
Ο Πετράκης σιωπούσε. Έτρεμε και μόρφαζε από τον πόνο. Του πονούσε ο αριστερός γοφός, το πίσω μέρος του, ακριβώς στο σημείο που περνούσε το νεύρο.
«Άντε, Πετράκη!» είπε ο Ντενίς με μαλακή, πατρική φωνή. «Πα 'νε, ξάπλωσε δίπλα στη σόμπα, κι ο Θεός θα δώσει, το πρωί το πόδι σου θα είναι καλύτερα!»
«Το νιώθω!» μουρμούρισε ο Πετράκης, σφίγγοντας τα σαγόνια του.
«Τι νιώθεις, χαζούλη;» «Ο πάγος έσπασε». «Πώς το νιώθεις;»
«Ακούω το θόρυβο. Το ένα βουητό είναι του αέρα, το άλλο του νερού. Κι ο άνεμος άλλαξε, έγινε πιο μαλακός. Καμιά δεκαριά βέρστια από δω πέρα, σπάει τώρα ο πάγος».

Ο γέρος αφουγκράστηκε, για πολλή ώρα, αλλά μέσα στη γενική κοσμοχαλασιά δε διέκρινε τίποτα, εκτός από το βουητό του ανέμου και το μονότονο ήχο της βροχής.

Πέρασε μισή ώρα στην αναμονή και τη σιωπή. Ο άνεμος έκανε τη δουλειά του. Γινόταν όλο και πιο κακός, και θα έλεγες ότι είχε αποφασίσει, πάση θυσία, να σπάσει τον πάγο και να πάρει το γιο της γριάς και το σύζυγο της χλομής γυναίκας. Η βροχή στο μεταξύ γινόταν όλο και πιο αδύναμη. Σύντομα έγινε τόσο αραιή που μπορούσες πια να διακρίνεις μέσα στο σκοτάδι τις ανθρώπινες φιγούρες, το περίγραμμα της βάρκας και τη λευκότητα του χιονιού. Μέσα από το βουητό του ανέμου μπορούσες τώρα να ξεχωρίσεις τις κωδωνοκρουσίες. Χτυπούσε η παλιά καμπάνα, πάνω, στο ψαράδικο χωριουδάκι. Οι άνθρωποι που έπεφταν σε χιονοθύελλα στη θάλασσα, έπρεπε να κατευθυνθούν προς αυτούς τους ήχους — ήταν το σωσίβιο από το οποίο αρπάζεται ο ναυαγός.

«Παππού, το νερό είναι πια κοντά! Το ακούς;»

Ο παππούς αφουγκράστηκε προσεχτικά. Τη φορά αυτή άκουσε ένα βουητό, που δεν έμοιαζε με του ανέμου ούτε με το θρόισμα των δέντρων. Ο χαζούλης είχε δίκιο. Δεν υπήρχε πια αμφιβολία ότι ο Λιτβίνοφ και οι ψαράδες του δε θα επέστρεφαν στη στεριά να γιορτάσουν τα Χριστούγεννα.
«Ναι, βέβαια!» είπε ο Ντενίς. «Σπάει!»

Η γριά ούρλιαξε και σωριάστηκε κάτω. Η αρχόντισσα, μούσκεμα και τρέμοντας από το κρύο, πλησίασε τη βάρκα κι έστησε αυτί. Τώρα άκουσε κι αυτή την απαίσια βουή.
«Μπορεί να είναι ο άνεμος!» είπε. «Ντενίς, είσαι σίγουρος ότι σπάει ο πάγος;»
«Είναι θέλημα Θεού!... Για τις αμαρτίες μας, κυρία...»

Ο Ντενίς αναστέναξε και συμπλήρωσε με τρυφερή φωνή:
«Πηγαίνετε επάνω, κυρία! Είστε ήδη εντελώς μουσκίδι».
Οι άνθρωποι που έστεκαν στην ακτή άκουσαν το σιγανό γέλιο, γέλιο παιδικό, ευτυχισμένο... Γελούσε η χλομή γυναίκα. Ο Ντενίς ξερόβηξε. Πάντα έβηχε δυνατά όταν ήθελε να κλάψει.
«Έχασε το μυαλό της!» ψιθύρισε στη σκοτεινή σιλουέτα του άντρα δίπλα του.

Η ατμόσφαιρα έγινε πιο φωτεινή. Έλαμψε το φεγγάρι. Τώρα φαίνονταν όλα: και η θάλασσα με τους μισολιωμένους πάγους, και η αρχόντισσα, κι ο Ντενίς, κι ο χαζούλης ο Πετράκης, που μόρφαζε από τον αβάσταχτο πόνο. Πιο πέρα στέκονταν οι χωρικοί που, για κάποιο λόγο, κρατούσαν στα χέρια ένα σκοινί.

Όχι μακριά από την ακτή, ακούστηκε το πρώτο φαρμακερό τρίξιμο. Σύντομα ακολούθησε και δεύτερο και τρίτο κι ο αέρας κατακλύστηκε από έναν τρομαχτικό τριγμό. Η λευκή, ατέλειωτη επιφάνεια κυμάτισε και σκοτείνιασε. Το τέρας ξύπνησε και άρχισε την ταραγμένη ζωή του.

Το βουητό του ανέμου, ο θόρυβος του δάσους, τα βογκητά του Πετράκη και ο ήχος της καμπάνας, όλα πνίγηκαν στο μουγκρητό της θάλασσας.

«Πρέπει ν' ανεβούμε απάνω!» φώναξε ο Ντενίς. «Η ακτή θα πλημμυρίσει και θα πεταχτούν έξω οι πάγοι. Αλλά αρχίζει κι ο όρθρος τώρα, παιδιά! Πηγαίνετε, μητερούλα αρχόντισσα! Ο Θεός το ήθελε!»
Ο Ντενίς πλησίασε τη Ναταλία Σεργκέγεβνα και την έπιασε προσεχτικά από τον αγκώνα...

«Πάμε, μητερούλα!» είπε τρυφερά, με φωνή γεμάτη συμπόνια.
Η αρχόντισσα έσπρωξε με το χέρι της τον Ντενίς και σηκώνοντας ψηλά το κεφάλι πήγε προς τη σκάλα. Δεν ήταν πια τόσο θανάσιμα χλομή: στα μάγουλά της παιχνίδιζε ένα υγιέστατο κόκκινο χρώμα, σαν να είχαν μεταγγίσει στον οργανισμό της φρέσκο αίμα. Τα μάτια της δεν έμοιαζαν πια κλαμένα, και τα χέρια που συγκρατούσαν στο στήθος το σάλι της δεν έτρεμαν, όπως πριν... Τώρα, καταλάβαινε κι η ίδια ότι μόνη της, χωρίς βοήθεια από άλλους, θα μπορούσε να ανέβει την ψηλή σκάλα...

Φτάνοντας στο τρίτο σκαλί, σταμάτησε σαν κεραυνοβολημένη. Μπροστά της στεκόταν ένας ψηλός, γεροδεμένος άντρας με ψηλές μπότες και κοντή γούνα...
«Εγώ είμαι, Νατάσα... Μη φοβάσαι!» είπε ο άντρας.

Η Ναταλία Σεργκέγεβνα παραπάτησε. Στον ψηλό προβάτινο σκούφο, στα μαύρα μουστάκια και τα μαύρα μαλλιά αναγνώρισε τον άντρα της, τον τσιφλικά Λιτβίνοφ. Ο άντρας τη σήκωσε στα χέρια και τη φίλησε στο μάγουλο, καλύπτοντάς την ταυτόχρονα με μια μυρουδιά από κρασί και κονιάκ. Ήταν ελαφρώς μεθυσμένος.
«Να χαίρεσαι, Νατάσα!» είπε. «Δε χάθηκα κάτω από το χιόνι και δεν πνίγηκα. Την ώρα της χιονοθύελλας, εγώ και οι ψαράδες μου φτάσαμε ως το Ταγκανρόκ, απ' όπου και ήρθα, σε σένα... και ήρθα...»
Ψεύδιζε, κι εκείνη, κατάχλομη πάλι και τρέμοντας, τον κοιτούσε με κατάπληκτα, τρομαγμένα μάτια. Δεν πίστευε...
«Πώς μούσκεψες έτσι, πώς τρέμεις!» μουρμούρισε εκείνος σφίγγοντάς την πάνω του...
Στο μεθυσμένο από ευτυχία κι από ποτό πρόσωπό του απλώθηκε ένα απαλό, παιδικά γλυκό χαμόγελο... Τον περίμενε μέσα σ' αυτό το κρύο, μέσα στη νύχτα, μ' αυτό τον άθλιο καιρό! Αγάπη δεν είναι αυτό; Γέλασε από ευτυχία...

Μια διαπεραστική κραυγή, που σου ξέσκιζε την ψυχή, ήρθε ως απάντηση στο ευτυχισμένο γέλιο του. Ούτε το μουγκρητό της θάλασσας, ούτε ο άνεμος, τίποτα δεν ήταν σε θέση να τη σκεπάσει. Με πρόσωπο παραμορφωμένο από απόγνωση, η νεαρή γυναίκα δεν μπόρεσε να συγκρατήσει το ουρλιαχτό που ξεπετάχτηκε από μέσα της. Ένα ουρλιαχτό που τα έλεγε όλα: και την παντρειά χωρίς τη θέλησή της, και την ακατανίκητη αντιπάθεια για τον άντρα της, και τη θλίψη της μοναξιάς, και, τέλος, την διαψευσμένη ελπίδα για μια ελεύθερη χηρεία. Όλη της η ζωή, με τις λύπες, τα δάκρυα και τον πόνο, ξεχύθηκε μ' αυτή την κραυγή, που δεν μπορούσαν να την πνίξουν ούτε οι πάγοι που έσπαγαν. Κι ο άντρας της την κατάλαβε αυτή την κραυγή, δε θα μπορούσε να μην την καταλάβει...
«Λυπάσαι που δε με σκέπασε το χιόνι, που δε με πλάκωσαν οι πάγοι!» ψιθύρισε.

Το κάτω χείλι του άρχισε να τρέμει, και στο πρόσωπό του απλώθηκε ένα πικρό χαμόγελο. Κατέβηκε από το σκαλοπάτι και άφησε κάτω τη γυναίκα του.
«Ας γίνει το δικό σου, λοιπόν!» είπε.
Γυρίζοντάς της την πλάτη, κατευθύνθηκε προς τη βάρκα. Πιο πέρα, ο Πετράκης, σφίγγοντας τα δόντια, τρέμοντας και πηδώντας στο ένα πόδι, τραβούσε τη βάρκα στο νερό.
«Για πού το 'βαλες;» τον ρώτησε ο Λιτβίνοφ.
«Πονάω, εξοχότατε! Θέλω να πνιγώ... Οι πεθαμένοι δεν πονάνε...»
Ο Λιτβίνοφ πήδηξε στη βάρκα. Ο χαζούλης τον ακολούθησε.
«Έχε γεια, Νατάσα!» φώναξε ο τσιφλικάς. «Ας γίνει το δικό σου! Θα έχεις αυτό που περίμενες στέκοντας εδώ, μέσα στο κρύο. Ο Θεός μαζί σου!»
Ο χαζούλης κούνησε τα κουπιά, και η βάρκα, σκοντάφτοντας πάνω σε ένα μεγάλο κομμάτι πάγου, πήγε να συναντήσει τα ψηλά κύματα.
«Τράβα κουπί, Πετράκη, δώσ' του!» είπε ο Λιτβίνοφ. «Πιο μακριά, όσο πιο μακριά!».

Ο Λιτβίνοφ, κρατημένος από την κουπαστή της βάρκας, ταρακουνιόταν, έχοντας τα μάτια του στραμμένα στη στεριά. Εξαφανίστηκε η Νατάσα του, εξαφανίστηκαν τα φωτάκια από τις καμινάδες, εξαφανίστηκε, τελικά, κι η ακτή.
«Γύρνα πίσω!» άκουσε τότε μια γυναικεία, σπασμένη φωνή.
Και στο «γύρνα» αυτό του φάνηκε ότι διέκρινε απελπισία. «Γύρνα!»
Η καρδιά του Λιτβίνοφ χτύπησε δυνατά... Τον φώναζε η γυναίκα του. Και στο χωριό οι καμπάνες καλούσαν στο χριστουγεννιάτικο όρθρο.
«Γύρνα!» είπε και πάλι, ικετευτικά, η ίδια φωνή.

Η ηχώ επαναλάμβανε τη λέξη. Τη μετέφεραν το τρίξιμο των πάγων, το βουητό του ανέμου και οι χριστουγεννιάτικες καμπάνες του όρθρου: «Γύρνα».
«Πάμε πίσω!» είπε ο Λιτβίνοφ, σκουντώντας το χέρι του χαζούλη.

Αλλά ο χαζούλης δεν άκουγε. Σφίγγοντας τα δόντια από τον πόνο και κοιτώντας με ελπίδα μακριά, κουνούσε τα μακριά του χέρια... Αυτουνού κανείς δεν του φώναξε «γύρνα», κι ο πόνος στο νεύρο, που άρχιζε και πάλι, γινόταν όλο και πιο δυνατός και καυτός... Ο Λιτβίνοφ άρπαξε τα χέρια του και του τα τράβηξε πίσω. Αλλά τα χέρια ήταν σκληρά σαν πέτρα, και δεν ήταν εύκολο να τα αποσπάσεις από τα κουπιά. Ήταν κι αργά πια. Ίσια καταπάνω στη βάρκα ερχόταν ένας τεράστιος όγκος πάγου. Ο πάγος αυτός θα έπρεπε να απαλλάξει για πάντα τον Πετράκη από τον πόνο...

Μέχρι το πρωί στεκόταν η χλομή γυναίκα στην ακτή. Όταν, μισοπαγωμένη και εξουθενωμένη από το ηθικό μαρτύριο, την κουβάλησαν στο σπίτι και την ξάπλωσαν στο κρεβάτι, τα χείλη της έλεγαν ακόμα: «Γύρνα!»
Αυτή τη νύχτα των Χριστουγέννων είχε αγαπήσει τον άντρα της...

--------------------------------------------------------
Συλλογικό έργο - Ρώσικες χριστουγεννιάτικες ιστορίες, μεταφρ. Ελένη Μπακοπούλου, εκδ. Νάρκισσος, 2003.

Παρασκευή 16 Δεκεμβρίου 2011

ΒΙΟΣ ΚΑΙ ΑΚΟΥΛΟΥΘΙΑ ΑΓΙΟΥ ΔΙΟΝΥΣΙΟΥ ΑΙΓΙΝΗΣ, ΤΟΥ ΕΚ ΖΑΚΥΝΘΟΥ (+ 17 Δεκεμβρίου)


"Ακολουθία και βίος
του εν αγίοις πατρός ημών
ΔΙΟΝΥΣΙΟΥ
αρχιεπισκόπου Αιγίνης
και προστάτου Ζακύνθου
του θαυματουργού
ψαλλομένη τη 17 Δεκεμβρίου
έν ή τελείται η μνήμη αυτού" (1875).

 

Κάντε κλικ πάνω στην εικόνα του εξωφύλλου.

(στο κάτω μέρος της σελίδας, που θα μεταβείτε, πατήστε:
View Document  για να το δείτε, και   
Download Documen  για να το κατεβάσετε
ολόκληρο σε pdf).

Τρίτη 13 Δεκεμβρίου 2011

ΑΚΟΛΟΥΘΙΑ ΑΓΙΑΣ ΛΟΥΚΙΑΣ (+ 13 Δεκεμβρίου).




ΑΚΟΛΟΥΘΙΑ

Δεκεμβρίου   ιγ '  καὶ Σεπτεμβρίου   ιζ '
                ὑπὸ Μητροπολίτου ᾽Ολυμπίας καὶ Τριφυλίας
                          Στεφάνου Ματακούλια

ΕΙΣ ΤΟΝ ΕΣΠΕΡΙΝΟΝ

Στιχολογοῦμεν τὴν α' Στάσιν τοῦ Μακάριος ἀνήρ. Εἰς τό, Κύριε ἐκέκραξα,  ἱστῶμεν στίχους στ' καὶ ψάλλομεν Στιχηρὰ προσόμοια δευτεροῦντες τὰ δύο πρῶτα.

Τῆς Ἁγίας

῏Ηχος δ’. Ἔδωκας σημείωσιν.

Ὅλην ἐκ νεότητος, Λουκία μάρτυς καλλίνικε, σὴν ψυχὴν ἀφιέρωσας, Χριστῷ τῷ Σωτῆρι σου, τῷ δι' εὐσπλαγχνίαν, Σταυρῷ προσπαγέντι, καὶ ἁγιάσαντι ἡμᾶς, ὃν καὶ ποθήσασα ἀξιάγαστε, αὐτῷ συμβασιλεύεις νῦν, ἐν οὐρανοῖς ἀπολαύουσα, εὐφροσύνης καὶ χάριτος, αἰωνίου πανεύφημε.

Κάλλος τὸ τοῦ σώματος, νοὸς παιδείαν καὶ σύνεσιν, ἐλογίσω ὡς σκύβαλα, ποσῶς μὴ κωλύσαντα σὴν καρδίαν, Μάρτυς, Νυμφίον ποθῆσαι, τὸν ἁγιώτατον δι' ὅν, τῶν σῶν αἱμάτων ἔκχυσιν
ἤνεγκας, ἁγνείᾳ διαλάμπουσα, καὶ νῦν μαρτύρων τοῖς τάγμασι,
νικηφόρος παρίστασαι, ὦ Λουκία πανεύφημε.
    
Ἔστης πρὸ τοῦ βήματος, Λουκία μάρτυς πανάριστε, καὶ Χριστὸν ὡμολόγησας, γενναίως τὸν τύραννον κατατροπουμένη, τοῖς μύδροις τῶν λόγων, Εὐαγγελίου τοῦ Χριστοῦ, δι' ὧν Πασχαῖον τὸν ἀνακρίνοντα, κατῄσχυνας, πανάριστε, καὶ νικηφόρος
παρίστασαι οὐρανίῳ Νυμφίῳ σου, στέφει δόξης κοσμοῦντί σε.

Ὅτε  σε ὁ τύραννος, καταγωγίῳ σε ἔρριψεν, ἀμαυρῶσαι
βουλόμενος, ψυχὴν καὶ τὸ σῶμά σου, βδελυγμοῖς ἐσχάτοις,
στερρῶς ὦ Λουκία, ἀντέστης τούτῳ, καὶ ἁγνήν, τὴν σὴν ἐτήρησας
τῷ Νυμφίῳ σου, στολὴν τῆς παρρησίας σου, μεθ' ἧς ἀεὶ συμπαρίστασαι, οὐρανίοις σκηνώμασι, τῶν Παρθένων συνόμιλε.

Δόξα. Ἦχος πλ. α'.

Ἐξέστησαν χοροὶ τῶν ᾽Ασωμάτων, ὁρῶντες ἐπὶ γῆς, ξένον καὶ παράδοξον θέαμα. Παρθένος γὰρ καλή, Σικελίας τὸ κλέος, τῷ ὅπλῳ τοῦ Σταυροῦ κατέβαλε, τὸν ἀρχέκακον δράκοντα. Ταύτην γὰρ οὐκ ἀπειλαί, οὐδὲ μάστιγες, πυρός τε γλῶσσαι, ξίφους τε τομαί, μετακινῆσαι ἴσχυσαν τῆς ἀγάπης Χριστοῦ. Διὸ καὶ εἰς οὐρανοὺς μεταφυτευθεῖσα, ἐν Παραδείσῳ τρυφῆς ἠξίωται, διὰ παντὸς καθορᾶν τὴν δόξαν Θεοῦ. Διὸ καὶ ἡμεῖς, οἱ τιμῶντες τὴν μνήμην αὐτῆς, τῷ κάλλει τῶν ἀρετῶν κοσμηθέντες, σπουδάσωμεν, ἀδελφοὶ, μέτοχοι γενέσθαι της δόξης, ἧς ἠξιώθη αἰωνίως Λουκία ἡ παμμακάριστος.
                                        
Καὶ νῦν. Ἦχος πλ. β'

Σπήλαιον εὐτρεπίζου· ἡ ᾽Αμνὰς γὰρ ἥκει, ἔμβρυον φέρουσα Χριστόν· Φάτνη δὲ ὑποδέχου τὸν τῷ λόγῳ λύσαντα τῆς ἀλόγου πράξεως, ἡμᾶς τοὺς γηγενεῖς. Ποιμένες ἀγραυλοῦντες, μαρτυρεῖτε θαῦμα τὸ φρικτόν· καὶ Μάγοι ἐκ Περσίας, χρυσὸν καὶ λίβανον καὶ σμύρναν τῷ βασιλεῖ προσάξατε· ὅτι ὤφθη Κύριος ἐκ Παρθένου Μητρός· ὅν περ καὶ κύψασα, δουλικῶς, ἡ Μήτηρ προσεκύνησε, καὶ προσεφθέγξατο τῷ ἐν ἀγκάλαις αὐτῆς. Πῶς ἐνεσπάρης μοι, ἢ πῶς μοι ἐνεφύης, ὁ λυτρωτής μου καὶ Θεός;
              
Εἴσοδος. Φῶς ἱλαρόν. Τὸ Προκείμενον της ἡμέρας, καὶ τὰ ᾽Αναγνώσματα.

Παροιμιῶν τὸ ἀνάγνωσμα.
(Κεφ. δ' 10-13, 20-27).
Ἄκουε, υἱέ, καὶ δέξαι ἐμοὺς λόγους, καὶ πληθυνθήσεται ἔτη ζωῆς σου, ἵνα σοι γένωνται πολλαὶ ὁδοὶ βίου· ὁδοὺς γὰρ σοφίας διδάσκω σε, ἐμβιβάζω δέ σε τροχιαῖς ὀρθαῖς· ἐὰν γὰρ πορεύῃ, οὐ συγκλεισθήσεταί σου τὰ διαβήματα, ἐὰν δὲ τρέχῃς, οὐ κοπιάσεις. ᾽Επιλαβοῦ ἐμῆς παιδείας, μὴ ἀφῇς, ἀλλὰ φύλαξον αὐτὴν σεαυτῷ εἰς ζωήν σου. Υἱέ, ἐμῇ ῥήσει πρόσεχε, τοῖς δὲ ἐμοῖς λόγοις παράβαλλε σὸν οὖς, ὅπως μὴ ἐκλιπωσί σε αἱ πηγαί σου, φύλασσε αὐτὰς ἐν καρδίᾳ· ζωὴ γὰρ ἐστὶ τοῖς εὐρίσκουσιν αὐτὰς καὶ πάσῃ σαρκὶ ἴασις· πάσῃ φυλακῇ τήρει σὴν καρδίαν, ἐκ γὰρ τούτων ἔξοδοι ζωῆς· περίελε σκολιὸν στόμα καὶ ἄδικα χείλη μακρὰν ἀπὸ σοῦ ἄπωσαι, οἱ ὀφθαλμοί σου ὀρθὰ βλεπέτωσαν, τὰ δὲ βλέφαρά σου νευέτω δίκαια· ὀρθὰς τροχιὰς ποίει σοῖς ποσὶ καὶ τὰς ὁδούς σου κατεύθυνε· μὴ ἐκκλίνῃς εἰς τὰ δεξιὰ μηδὲ εἰς ἀριστερά, ἀπόστρέψον δὲ σὸν πόδα ἀπὸ ὁδοῦ κακῆς· ὁδούς γὰρ τὰς ἐκ δεξιῶν οἶδεν ὁ Θεός, διεστραμμέναι δέ εἰσιν αἱ ἐξ ἀριστερῶν· αὐτὸς δὲ ὀρθὰς ποιήσει τὰς τροχιάς σου, τὰς δὲ πορείας σου ἐν εἰρήνῃ προάξει.

Σοφίας Σολομῶντος τὸ ᾽Ανάγνωσμα.
(Κεφ. ια' 1-10, 21-26)
 Ὁ Θεός, εὐώδωσε τὰ ἔργα αὐτῶν ἐν χειρὶ προφήτου ἁγίου,
διώδευσαν ἔρημον ἀοίκητον καὶ ἐν ἀβάτοις ἔπηξαν σκηνάς·
ἀντέστησαν πολεμίοις καὶ ἠμύναντο ἐχθρούς, ἐδίψησαν καὶ ἐπεκαλέσαντό σε, καὶ ἐδόθη αὐτοῖς ἐκ πέτρας ἀκροτόμου ὕδωρ καὶ ἴαμα δίψης ἐκ λίθου σκληροῦ· δι' ὧν γὰρ ἐκολάσθησαν οἱ ἐχθροὶ αὐτῶν, διὰ τούτων αὐτοὶ ἀποροῦντες εὐεργετήθησαν· ἀντὶ μὲν πηγῆς
ἀεννάου ποταμοῦ αἵματι λυθρώδει ταραχθέντος εἰς ἔλεγχον νηπιοκτόνου διατάγματος, ἔδωκας αὐτοῖς δαψιλὲς ὕδωρ ἀνελπίστως,
δείξας διὰ τοῦ τότε δίψους πῶς τοὺς ὑπεναντίους ἐκόλασας· ὅτε
γὰρ ἐπειράσθησαν, καίπερ ἐν ἐλέει παιδευόμενοι, ἔγνωσαν πῶς ἐν
 ὀργῇ κρινόμενοι ἀσεβεῖς ἐβασανίζοντο· τούτους μὲν γὰρ ὡς πατὴρ
 νουθετῶν ἐδοκίμασας, ἐκείνους δὲ ὡς ἀπότομος βασιλεὺς καταδικάζων ἐξήτασας. Τὸ γὰρ μεγάλως ἰσχύειν πάρεστί σοι πάντοτε,
 καὶ κράτει βραχίονός σου τίς ἀντιστήσεται; ὅτι ὡς ροπὴ ἐκ πλαστίγγων ὅλος ὁ κόσμος ἐναντίον σου καὶ ὡς ρανὶς δρόσου ὀρθρινὴ κατελθοῦσα ἐπὶ γῆν. ᾽Ελεεῖς δὲ πάντας, ὅτι πάντα δύνασαι καὶ παρορᾶς ἁμαρτήματα ἀνθρώπων εἰς μετάνοιαν· ἀγαπᾶς γὰρ τὰ
 ὄντα πάντα καὶ οὐδὲν βδελύσσῃ, ὧν ἐποίησας· οὐδὲ γάρ, ἂν μισῶν
 τι κατεσκεύασας. Πῶς δὲ ἔμεινεν ἄν τι, εἰ μὴ σὺ ἠθέλησας ἢ τὸ
 μὴ κληθὲν ὑπὸ σοῦ διετηρήθη; φείδῃ δε πάντων, ὅτι σά ἐστι,
δέσποτα, φιλόψυχε.

                      Σοφίας Σειρὰχ τὸ ῎Ανάγνωσμα
                   (Κεφ. ιδ' 1 2, 11 14. Κεφ. ιε' 1 3, 5 6)
Μακάριος ἀνήρ, ὃς οὐκ ὠλίσθησεν ἐν στόματι αὐτοῦ καὶ οὐ
κατενύγη ἐν λύπῃ ἁμαρτίας· μακάριος ὃν οὐ κατέγνω ἡ ψυχὴ αὐτοῦ καὶ ὃς οὐκ ἔπεσεν ἀπὸ τῆς ἐλπίδος αὐτοῦ. Τέκνον, καθὼς ἐὰν ἔχῃς, εὖ ποίει σεαυτὸν καὶ προσφορὰς Κυρίῳ ἀξίως πρόσαγε. Μνήσθητι ὅτι θάνατος οὐ χρονιεῖ καὶ διαθήκη ᾅδου οὐχ ὑπεδείχθη σοι· πρίν σε τελευτῆσαι, εὖ ποίει φίλῳ καὶ κατὰ τὴν ἰσχύν σου ἔκτεινον καὶ δῶς αὐτῷ. Μὴ ἀφυστερήσῃς ἀπὸ ἀγαθῆς ἡμέρας,καὶ μερὶς ἐπιθυμίας ἀγαθῆς μή σε παρελθέτω. ῾0 φοβούμενος Κύριον ποιήσει αὐτόν, καὶ ὁ ἐγκρατὴς τοῦ νόμου καταλήψεται αὐτήν, καὶ ὑπαντήσεται αὐτῷ ὡς μήτηρ καὶ ὡς γυνὴ παρθενίας προσδέξεται αὐτόν. Καὶ ὑψώσει αὐτὸν παρὰ τοὺς πλησίον αὐτοῦ καὶ ἐν μέσῳ ἐκκλησίας ἀνοίξει στόμα αὐτοῦ. Εὐφροσύνην καὶ στέφανον ἀγαλλιάματος καὶ ὄνομα αἰώνιον κατακληρονομήσει.

Εἰς τὴν Λιτήν. Στιχηρὸν ᾽Ιδιόμελον
῏Ηχος δ'.

Τοῦ κόσμου τὰ γεηρά, τῇ αἴγλῃ τῶν οὐρανίων ἀντήλλαξας,       παμμακάριστε Λουκία. ῎Εργοις γὰρ ἀγαθοῖς, τὸ δοθέν σοι τάλαντον πολυπλασιάσασα,  νῦν τῶν βραβείων ἀπολαύεις, τῆς δόξης Χριστοῦ τοῦ Θεοῦ, καὶ τῷ ἀΰλῳ φωτὶ Αὐτοῦ περιλάμπεσαι. ῎Οθεν μετὰ ἀγγέλων καὶ ἁγίων συγχορεύουσα, ᾄδεις αἰωνίως τὸν
Τρισάγιον  ῎Υμνον καὶ πρεσβεύεις ὑπὲρ τῶν ψυχῶν ὑμῶν.

                     Εἰς τὸν Στίχον. Στιχηρὰ ᾽Ιδιόμελα.

                     ῏Ηχος πλ. α' Χαίροις ἀσκητικῶν.

Χαίροις παρθενομάρτυς Χριστοῦ, μνηστῆρος ὕβριν καὶ μανίαν νικήσασα, τῷ σθένει τοῦ Οὐρανίου, καθωπλισμένη σεμνή, καὶ μὴ λωβηθεῖσα τὴν ἁγνότητα, ψυχῆς, ὡς ἐπείρασεν, ὁ ἐχθρὸς ἀμαυρῶσαι σε καὶ πανώλεσι τῆς αἰσχύνης ἐμπλῆσαί σε. Πρέσβευε οὖν, φιλόθεε, ἡμᾶς τοὺς τιμῶντάς σε, στερεωθῆναι καὶ μεῖναι ἐν τοῖς Κυρίου προστάγμασι. Λουκία ἀγγέλων, οὐρανίων καὶ ἁγίων, θεία συνόμιλος.

Ὅτε, Μάρτυς Λουκία, πικρῶς, ξίφος δημίου κεφαλὴν σὴν ἀπέτεμε, αἱμάσσον δὲ τῷ ἐδάφει, σῶμα ἐρρίφθη τὸ σόν, οὐρανοῦ σοι πύλαι διηνοίγησαν. Δεσπότου ἀγκάλαι δέ, ὑπεδέξαντο πάνσεμνε, καὶ στεφάνοις σε, τοῖς ἀφθάρτοις ἐκόσμησεν. Οἷς κοσμουμένη πρέσβευε, Μαρτύρων τὸ καύχημα, καὶ ἡμῖν τοῖς ἀχρείοις, δούλοις εἰρήνην δωρήσασθαι, Λουκία, ἁγίων καὶ δικαίων τῶν ἐν δόξῃ θείᾳ συνόμιλος.

Χαίροις, Λουκία Μάρτυς σεμνή, ἁγίᾳ Μάρτυρι ᾽Αγάθῃ προστρέξασα, αἰτήσασθαι τὴν ὑγείαν, τῇ σῇ νοσούσῃ μητρί, ἱκεσίαις θείαις τε καὶ δάκρυσι, Χριστοῦ σπλάγχνα ἔκαμψας καὶ ποθούμενον ἔλαβες, ὥσπερ πάλαι τε τὴν αἱμόρρουν ἰάσατο. Πρέσβευε καλλιπάρθενε, ἡμῖν τοῖς τιμῶσί σε ἴασιν δοῦναι καὶ χάριν ταῖς ἁμαρτίαις καὶ κρίμασιν, δεινῶς ἀσθενοῦσι, πολεμήτορος παγῖσι, καὶ δελεάσμασι.

Δόξα.

Τίς εἶδε, τίς ἤκουσε ποτέ, ἀρνίον ἄκακον, λέοντα ἄγριον κατασπαράσσειν; ῍Η στρουθίον ἁπαλόν, ὀρνέων σμῆνος εἰς
τέλος διώκειν; ᾽Αλλὰ ἀνδρειοτέρα ἀνεδείχθη τῇ δυνάμει τοῦ Σταυροῦ, ἡ πολύαθλος Λουκία. Διὸ καὶ βραβεῖα τῆς νίκης αὐτῇ ὁ δίκαιος κριτὴς ἐχαρίσατο, αἰωνίου δόξης καὶ χαρᾶς οὐρανίου ἀξιώσας καὶ ἡμῖν μεσίτριαν θερμὴν Αὐτῷ συστησαμένος. Διὸ καὶ ἡμεῖς
ἱκετεύομεν Χριστόν, ταῖς πρεσβείαις Λουκίας εἰρήνην δωρήσασθαι
καὶ ῥῶσιν ταῖς ψυχαῖς ἡμῶν.

Καὶ νῦν. Τῆς ῾Εορτῆς.
Θεοτοκίον τοῦ ῎Ηχου.

Ναὸς καὶ πύλη ὑπάρχεις, παλάτιον καὶ θρόνος τοῦ Βασιλέως,       Παρθένε πάνσεμνε· δι' ἧς ὁ λυτρωτής μου Χριστὸς ὁ Κύριος, τοῖς ἐν σκότει καθεύδουσιν ἐπέφανεν, Ἥλιος ὑπάρχων δικαιοσύνης, φωτίσαι θέλων οὓς ἔπλασε, κατ' εἰκόνα ἰδίαν χειρὶ τῇ ἑαυτοῦ. Διὸ Πανύμνητε, ὡς μητρικὴν παρρησίαν πρὸς αὐτὸν κεκτημένη, ἀδιαλείπτως πρέσβευε, σωθῆναι τὰς ψυχὰς ἡμῶν.

᾽Απολυτίκιον ῏Ηχος α'.
Τῆς ἐρήμου πολίτης.

Σικελίας τὸ κλέος, ᾽Εκκλησίας ἀγλάϊσμα, καὶ τῆς οἰκουμένης       ἁπάσης τὸ στερρότατον ἔρεισμα, Λουκίαν ὑμνήσωμεν πιστοί, ὡς Μάρτυρα Χριστοῦ τὴν θαυμαστήν, παρθενίᾳ κοσμουμένην καὶ ἀρετῶν χαρίσμασι διαλάμπουσαν. Δόξα τῷ ἐνισχύσαντι αὐτήν, Δόξα Χριστῷ τῷ στερρώσαντι. Δόξα τῷ δωρουμένῳ τοῖς πιστοῖς στέφος τὸ ἄφθαρτον.

Καὶ νῦν. Θεοτοκίον.

Τοῦ Γαβριὴλ φθεγξαμένου σοι Παρθένε τὸ Χαῖρε, σὺν τῇ φωνῇ ἐσαρκοῦτο ὁ τῶν ὅλων Δεσπότης, ἐν σοὶ τῇ ἁγίᾳ κιβωτῷ, ὡς ἔφη ὁ δίκαιος Δαυΐδ· ἐδείχθης πλατυτέρα τῶν οὐρανῶν, βαστάσασα τὸν Κτίστην σου. Δόξα τῷ ἐνοικήσαντι ἐν σοί, δόξα τῷ προελθόντι ἐκ σοῦ, δόξα τῷ ἐλευθερώσαντι ἡμᾶς διὰ τοῦ τόκου σου.

῞Ετερον Ἀπολυτίκιον τῆς ῾Αγίας.
῏Ηχος πλ. α'. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
                
Παρθενίας φοροῦσα χλαῖναν ὑπέρλαμπρον, παρθενικῶς ἐμνηστεύθης τῷ Ζωοδότῃ Χριστῷ καὶ ἀγάπην γεηροῦ μνηστῆρος ἔλιπες· ὅθεν ὡς δῶρα νυμφικὰ προσενήνοχας αὐτῷ τὰ ρεῖθρα τῶν σῶν αἱμάτων, Λουκία Παρθενομάρτυς. ᾯ  καὶ πρεσβεύεις ὑπὲρ πάντων ὑμῶν.

(Τὸ ᾽Απολυτίκιον τοῦτο εὕρηται εἰς ῾Ωρολόγιον τὸ Μέγα. ῎Εκδοσις τῆς ᾽Αποστολικῆς Διακονίας τῆς ᾽Εκκλησίας τῆς ῾Ελλάδος (᾽Αθῆναι 1972).
           
ΕΙΣ ΤΟΝ  ΟΡΘΡΟΝ

Μετὰ τὴν α' Στιχολογίαν, Κάθισμα.
Τὸν τάφον σου Σωτήρ.
       
Ἐντεύξει καὶ εὐχῇ, τῷ Θεῷ καὶ Σωτῆρι, καθεῖλες ὦ σεμνή, τὸν ἀρχέκακον ὄφιν, τὸ κάλλος φθονήσαντα, τῆς ψυχῆς καὶ τοῦ σώματος, καὶ κατήγαγες, εἰς γῆν νεκρόν τε καὶ ἄπνουν, ὕμνον ᾄδουσα, τῷ σῷ Νυμφίῳ Λουκία, εἰς τέλος σθενώσαντα.

Δόξα. Καὶ νῦν.
Θεοτοκίον ὅμοιον.

Μητέρα σε Θεοῦ, ἐπιστάμεθα πάντες, Παρθένον ἀληθῶς καὶ μετὰ τόκον φανεῖσαν, οἱ πόθῳ καταφεύγοντες, πρὸς τὴν σὴν ἀγαθότητα, σὲ γὰρ ἔχομεν, ἁμαρτωλοὶ προστασίαν· σὲ κεκτήμεθα, ἐν πειρασμοῖς σωτηρίαν, τὴν μόνην Πανάμωμον.

Μετὰ τὴν β' Στιχολογίαν. Κάθισμα τῆς ῾Αγίας
῏Ηχος πλ. α'.
Τὸν Συνάναρχον Λόγον.

Ῥιζηδὸν τὴν κακίαν ψυχῆς ἀπέτεμες, καὶ καρποῖς εὐσεβείας αὐτὴν ἐπλούτησας, καὶ τῷ σθένει τοῦ Σταυροῦ κατενίκησας, ἐχθρόν, Λουκία Μαρτύρων κλέος, διὸ πρέσβευε τῷ Κυρίῳ ἐλεηθῆναι τὰς ψυχὰς ἡμῶν.

Δόξα. Καὶ νῦν.
Θεοτοκίον. ῞Ομοιον.

Χαῖρε  ῞Αγιον ῎Ορος καὶ θεοβάδιστον· Χαῖρε ἔμψυχε βάτε καὶ
ἀκατάφλεκτε. Χαῖρε ἡ μόνη πρὸς Θεὸν κόσμου Γέφυρα, ἡ μετάγουσα θνητοὺς πρὸς τὴν αἰώνιον ζωήν. Χαῖρε ἀκήρατε Κόρη, ἡ ἀπειράνδρως τεκοῦσα, τὴν σωτηρίαν τῶν ψυχῶν ἡμῶν.

Μετὰ τὸν Πολυέλεον Κάθισμα.
Ἦχος δ'.Ταχὺ προκατάλαβε.

Τῷ κόσμῳ πηγάσαντι, τὴν σωτηρίαν Σταυρῷ, στερρῶς ἠκολούθησας, Λουκία μάρτυς σεμνή, καὶ τούτῳ παρέθηκας, πνεῦμα σὸν καὶ καρδίαν, τὴν δὲ κάραν σου ξίφει, δήμιος, ὡς ἀφεῖλε, ἐδωρήσω πιστοῖς σου, τιμῶσι μνήμην τὴν σὴν σήμερον ᾄσμασι.

Δόξα. Και νῦν.
Θεοτοκίον, ὅμοιον.

Ταχὺ δέξαι Δέσποινα, τὰς ἱκεσίας ἡμῶν, καὶ ταύτας προσάγαγε, τῷ σῷ Υἱῷ καὶ Θεῷ, Κυρία Πανάμωμε· λῦσον τὰς περιστάσεις, τῶν εἰς σὲ προστρεχόντων· σύντριψον μηχανίας, καί, κατάβαλε θράσος, τῶν ὁπλιζομένων ἀθέων, Πάναγνε κατὰ τῶν δούλων σου.

            Τὸ Α' ᾽Αντίφωνον του δ' ἤχου καὶ τὸ Προκείμενον.

          Τίμιος ἐναντίον Κυρίου, ὁ θάνατος τοῦ ὁσίου αὐτοῦ. (γ΄)

Πᾶσα πνοή.
Εὐαγγέλιον ῎Ορθρου.
Κατὰ Ματθαῖον
(Κεφ. ι΄ 16-22)

Εἶπεν ὁ Κύριος. ᾽Ιδοὺ ἐγὼ ἀποστέλλω ὑμᾶς ὡς πρόβατα ἐν μέσῳ λύκων· γίνεσθε οὖν φρόνιμοι ὡς οἱ ὄφεις καὶ ἀκέραιοι ὡς αἱ περιστεραί. Προσέχετε δὲ ἀπὸ τῶν ἀνθρώπων· παραδώσουσι γὰρ ὑμᾶς εἰς συνέδρια καὶ ἐν ταῖς συναγωγαῖς αὐτῶν μαστιγώσουσιν ὑμᾶς καὶ ἐπὶ ἡγεμόνας δὲ καὶ βασιλεῖς ἀχθήσεσθε ἔνεκεν ἐμοῦ εἰς μαρτύριον αὐτοῖς καὶ τοῖς ἔθνεσιν. ῞Οταν δὲ παραδώσωσιν ὑμᾶς, μὴ μεριμνήσητε πῶς ἢ τί λαλήσετε· δοθήσεται γὰρ ὑμῖν ἐν ἐκείνῃ τῇ ὥρᾳ τί λαλήσετε. Οὐ γὰρ ἡμεῖς ἐστε οἱ λαλοῦντες, ἀλλὰ τὸ Πνεῦμα τοῦ Πατρὸς ὑμῶν τὸ λαλοῦν ἐν ὑμῖν. Παραδώσει δὲ ἀδελφὸς ἀδελφὸν εἰς θάνατον καὶ πατὴρ τέκνον καὶ ἐπαναστήσονται τέκνα ἐπὶ γονεῖς καὶ θανατώσουσιν αὐτούς· καί ἔσεσθε μισούμενοι ὑπὸ πάντων διὰ τὸ ὄνομά μου, ὁ δὲ ὑπομείνας εἰς τέλος, οὗτος σωθήσεται.

              Δόξα. Ταῖς τῆς σῆς ῾Αγίας πρεσβείαις ἐλεῆμον...
                            
             Καὶ νῦν. Ταῖς τῆς Θεοτόκου πρεσβείαις ἐλεῆμον...

᾽Ελέησόν με ὁ Θεός.

Καὶ τὸ Στιχηρὸν ᾽Ιδιόμελον.
῏Ηχος πλ. β'.

Τὰς πολυφώνους σάλπιγγας καὶ τὰ πολύχυτα φῶτα, ποθοῦσα
τὰ ἐν οὐρανοῖς, πρὸς τὴν τῶν θείων ἀναβάσεων ἀκρότητα,
ἔσπευδες Λουκία Μάρτυς θεοτίμητε. ῞Οθεν καθαρότητι βίου, καὶ
θεοπτίας ὕψει, ἀρθεῖσα, ἀθανασίας περικέκλεισαι χάριτι, τήν τε
ἀΐδιον Θεοῦ δύναμιν καὶ θεότητα αἰωνίως καθορᾶς, καὶ πρεσβεύεις ὑπὲρ ἡμῶν τῶν ἁμαρτωλῶν τῶν πίστει καὶ πόθῳ, τιμώντων
τὴν μνήμην σου.
            
῾0 Κανὼν τῆς Ἁγίας.
           ᾽Ακροστιχίς. Λουκίᾳ ἀΰλῳ φωτὶ παροικούσῃ, Στέφανος.

ᾨδή α'. ῏Ηχος πλ. δ'.  Ὑγρὰν διοδεύσας.
Λαοὶ συναθροίσθητε, ὧδε νῦν, σὺν ἡμῖν δοξάσαι, τὸν τοῦ κόσμου δημιουργόν, τὸν δι' εὐσπλαγχνίαν, Σταυρῷ προσηλωθέντα καὶ Μάρτυρα Λουκίαν φῶς ἀναδείξαντα.
           
Ὁσίως ἐνήθλησας ἀρετῇ, καὶ τῇ εὐσεβείᾳ κοσμουμένη Μάρτυς καλή, Λουκία πανένδοξε μὴ παύσῃ, ὑπὲρ ἡμῶν τῷ Κυρίῳ πρεσβεύουσα.

Ὑψώθης τῇ Χάριτι τοῦ Θεοῦ, εἰς ὕψη ἀγάπης, θείῳ ἔρωτι  δὲ ψυχῆς, ἐπτέρωσας Μάρτυς σὴν καρδίαν, τιτρωσκομένη Χριστοῦ τοῖς κινήμασι.
Θεοτοκίον.
Κριτὴν καὶ Δεσπότην, Μῆτερ ἁγνή, ἀπέτεκες πᾶσιν, ὀλλυμένοις ἐν τοῖς κακοῖς, ὃν εἶδες σταυρούμενον ἐν Κρανίῳ, τόπῳ τοῖς αἵμασι πάντας καινίζονται.

Καταβασία. Χριστὸς γεννᾶται.

ᾨδὴ γ'. Οὐρανίας ἀψῖδος.

Ἱκεσίας σου, μάρτυς, ταῖς πρὸς Θεὸν πάντοτε ἄγαγε σῶν δούλων αἰτήσεις τῷ Παντοκράτορι, ἵνα πρὸς ἅγιον καὶ ἀγαθὸν πορευθῶμεν, καὶ Θεοῦ τὸ θέλημα πάντες ποιήσωμεν.

Ἀπορήσας ὁ τάλας, ἐπὶ τῇ σῇ πάντιμε, ῥώμῃ καὶ ψυχῆς διαθέσει, μάτην ἐσπούδαζε, τοῦ δελεάσαι σε, ὕλῃ φρικτῶς  φθειρομένῃ, καὶ χοροῦ στερήσασθαι, τῶν ὁμοτρόπων σου.

Ἀκλινῆ καὶ βεβαίαν, σὴν μαρτυρίαν καλλίνικε, ἔσχες παρωθοῦσαν τοῖς πρόσω, τρέχειν ὡς ἔλαφος, διψῶσα κάλλεσι, τῶν οὐρανίων θαλάμων, καὶ φωτὶ Παντάνακτος, νῦν καταλάμπεσθαι.

Θεοτοκίον.
Ὑστεροῦντας τῇ πίστει, καὶ πενομένοις χαρίσμασι, καὶ τῇ προθυμίᾳ ὀκνοῦντας, Μῆτερ ἐνίσχυσον, πρὸς τὸ πανάγιον καὶ καθαρώτατον Πνεῦμα,  τῆς Τριάδος ἄϋλον φῶς ἐνοπτρίζεσθαι.


Καταβασία. Τῷ πρὸ τῶν αἰώνων.
Κάθισμα. Ἦχος δ'.

Ὁ ὑψωθεὶς ἐν τῷ Σταυρῷ  
Τὸν νυμφίον σου Χριστὸν ἀγαπήσασα, τὴν λαμπάδα σου φαιδρῶς εὐτρεπίσασα, ταῖς ἀρεταῖς διέλαμψας Πανεύφημε· ὅθεν εἰσελήλυθας, σὺν αὐτῷ εἰς τοὺς γάμους, στέφος τῆς ἀθλήσεως, παρ’ αὐτοῦ δεξαμένη. Ἀλλ' ἐκ κινδύνων λύτρωσαι ἡμᾶς, τοὺς ἐκτελοῦντας ἐν πίστει τὴν μνήμην σου.

Δόξα... Καὶ νν... Θεοτοκίον
Τῇ Θεοτόκῳ ἐκτενῶς νῦν προσδράμωμεν, ἁμαρτωλοὶ καὶ ταπεινοὶ καὶ προσπέσωμεν, ἐν μετανοίᾳ κράζοντες ἐκ βάθους ψυχῆς· Δέσποινα βοήθησον, ἐφ' ἡμῖν σπλαγχνισθεῖσα, σπεῦσον ἀπολλύμεθα, ὑπὸ πλήθους πταισμάτων, μὴ ἀποστρέψῃς σοὺς δούλους κενούς· σὲ γὰρ καὶ μόνην ἐλπίδα κεκτήμεθα.

ᾨδή δ'. Εἰσακήκοα Κύριε.

Λυπηρῶν τῶν ὀχλούντων με, σαῖς πρεσβείαις λύτρωσον μάρτυς ἔνδοξε, καὶ τὸν κλύδωνα κατεύνασον, κοσμικῶν κυμάτων τῶν κυκλούντων με.
      
Ὡραιώθης καλλίνικε, κάλλεσι Χριστοῦ τοῦ Νυμφίου σου, καὶ
ἐπ' ὤμων Σταυρὸν ἄρασα, τούτῳ ἠκολούθησας, Μάρτυς ἄριστε.

Φωτοδότην ἱκέτευε, τοὺς ἐσκοτισμένους τοῖς πταίσμασι, καταυγάσαι Θεοτίμητε, ταῖς μαρμαρυγαῖς τοῦ θείου Πνεύματος.

Θεοτοκίον.

 Ὠχριᾷ  δόξα ἅπασα, κόσμου τῶν Ἀγγέλων, Θεόνυμφε, τῇ σῇ
 δόξῃ καὶ τοῖς κάλλεσι, Θεοτόκε Πάναγνε, συγκρίνεσθαι.

                 Καταβασία. Ῥάβδος ἐκ τῆς ρίζης ῾Ιεσσαί.

                                ᾨδή ε΄. Φώτισον ἡμᾶς.

Τήρησον ἡμᾶς, ἐντολαῖς ταῖς τοῦ Θεοῦ ἡμῶν, τοῦ φθάσαι Μάρτυς Λουκία ἡμᾶς, εἰς εὐφροσύνην, ἧς νῦν γεύῃ παμμακάριστε.

Ἴδοιμεν πιστοί, βασιλείαν τὴν αἰώνιον, ἣν καθορῶσι Μαρτύρων χοροί, σὺν τῇ Λουκίᾳ οὐρανίοις ἐν σκηνώμασιν.

Πάροικοι ἐσμέν, καὶ ἐν κόσμῳ θαλαττεύομεν, ὅλως ἐν σκότει μὴ ἔχοντες φῶς, ἀλλὰ σὺ Μάρτυς, πρεσβείαις σου καθοδήγησον.

Θεοτοκίον.

ᾌδεις λιγυρῶς τῷ Δεσπότῃ θεῖα ᾄσματα, καὶ γὰρ ἀγγέλων ἀΰλων φωναί, σιγῶσι Κόρη, ἀκοῦσαι λιτὰς ἁγίας σου.

Καταβασία. Θεὸς ὢν εἰρήνης.

ᾨδὴ στ'. Τὴν δέησιν ἐκχεῶ.
Ῥυσθῆναί με τῶν πολλῶν κριμάτων μου, ἐξαιτοῦμαι Μάρτυς πρὸς Σωτῆρος, ὅτι κακῶν ἡ ψυχή μου ἐπλήσθη, καὶ ὀδυνῶμαι κακίᾳ πανέντιμε, καὶ δέομαί σου ἀγαθή, ἐκ φθορᾶς σαῖς πρεσβείαις ἀνάγαγε.

Ὀχύρωσον, ἐντολαῖς τοῦ Πλάσαντος, τοῦ στοιχεῖν με τοῖς σοῖς
ἴχνεσι Μάρτυς, καὶ οὐρανίους οἰκῆσαι θαλάμους, μετὰ συνάθλων σου νῦν συναρίθμησον, καὶ πάντων τῶν ἐν δεξιοῖς τοῦ Δεσπότου οἰκούντων ἀξίωσον.

Ἰδοῦσα νῦν, θησαυρούς, ἑτοίμους σοι, καὶ Τριάδος καθορῶσα τὴν δόξαν, καὶ Θεοτόκου τὴν ἔλλαμψιν πάντως, διηνεκῶς ἀπολαύουσα, ἔντιμε, ἱκέτευε ὑπὲρ ἡμῶν, παρρησίαν ὡς ἔχουσα ἀξιάγαστε.
               
Θεοτοκίον.
Κρατήσασα, σαῖς ἰγνύαις Δέσποινα, ἀθεΐας καθελόντα τὸ κράτος, καὶ Θεοτόκος φανεῖσα τῷ κόσμῳ, ὑπὲρ ἡμῶν μὴ ἐλλίπῃς πρεσβεύουσα, τῶν θλίψεσί τε καὶ δεινοῖς, κυκλουμένων, δεινῶς Μητροπάρθενε.

Κοντάκιον.
῏Ηχος β'. Τὰ ἄνω ζητῶν.
Χρυσοῖς κροσσωτοῖς, στολήν σου ἐποίκιλας, καὶ ταύτῃ λαμπρῶς, τῷ θρόνῳ παρίστασαι, τοῦ Δεσπότου πάνσεμνε, ἀπολαύουσα, τῶν τούτου θείων δωρεῶν, αἰτουμένη πᾶσι θείαν ἔλλαμψιν.
                          
Ὁ Οἶκος.

Ἡ ἱερὰ τῶν ἁγίων χορεία σκιρτάτω σήμερον ἐνθέως, ἐν αὐτῷ τὴν ἁγίαν συγχορεύουσαν ἔχουσα, τῷ στεφάνῳ τῆς δόξης ἠγλαϊσμένην καὶ τῷ αἵματι τοῦ Μαρτυρίου τὴν τῆς ᾽Εκκλησίας πορφύραν ἐξωραΐζουσαν, Λουκίαν τὴν παρθένον καὶ Μάρτυρα τιμῶντες καὶ ἡμεῖς πνευματικῶς ἱκετεύσωμεν ὅπως πρεσβεύῃ τῷ αὐτῆς Δεσπότῃ καὶ Θεῷ, ἡμῖν πᾶσι δωρήσασθαι τὴν θείαν ἔλλαμψιν.
          
ΣΥΝΑΞΑΡΙΟΝ
(Τὸ Συναξάριον καὶ οἱ Στίχοι ἐκ τοῦ Μηναίου).

Τῇ ΙΓ' τοῦ αὐτοῦ μηνὸς Μνήμη τῆς ῾Αγίας Παρθενομάρτυρος Λουκίας.

Στίχοι.
                      ῾Ως Παρθένος μέν, ἓν ἡ Λουκία
                 ῾Ως δ' ἐκ ξίφους καὶ Μάρτυς, ἄλλο λαμβάνει.

Αὕτη ἦν ἐκ τῆς Συρακουσῶν πόλεως, τῆς κατὰ τὴν Σικελίαν,        μεμνηστευμένη ἀνδρί. Διὰ τὴν ἐνσκήψασαν νόσον τῇ ταύτης
μητρί, ἅμα αὐτῇ  ἐπὶ Κατάνην παρεγένετο, δεηθησομένη τῆς ῾Αγίας Μάρτυρος ᾽Αγάθης, ἀπαλλάξαι τῆς αἱμορροίας τὴν μητέρα
αὐτῆς. Παραγενομένη δέ, ὄναρ εἶδε τὴν ἁγίαν Ἀγάθην, τήν τε
ἴασιν παρεχομένην τῇ μητρὶ αὐτῆς, καὶ προθεσπίζουσαν αὐτῇ περὶ
τοῦ κατὰ Χριστὸν μαρτυρίου. ῾Ως δὲ ἡ μήτηρ αὐτῆς γέγονεν ὑγιής,
τῶν ὑπαρχόντων αὐτῆς διανομὴν πρὸς τοὺς πένητας ποιήσασα,
εὔθυμος ἦν πρὸς τὴν τοῦ Χριστοῦ ὁμολογίαν. Παρὰ δὲ τοῦ μνηστῆρος διαβληθεῖσα, παρέστη τῷ ἄρχοντι Πασχαίῳ, κατ' ἄλλους
Πασχασίῳ, ὃς ἐκέλευσεν αὐτὴν ἐν πορνείῳ ἀπενεχθεῖσαν
ὑβρισθῆναι. Διέμεινε δέ, τῇ τοῦ Χριστοῦ χάριτι ἐν ἁγνείᾳ, καίτοι πολλῶν μὲν συνελθόντων, μὴ δυνηθέντων δὲ μετακινῆσαι αὐτὴν ἐκ
τοῦ τόπου ἔνθα ἐστήρικτο. Ἀπαγορεύσαντες δὲ τὴν ταύτης μετάθεσιν καὶ μηδὲ τῇ πυρᾷ, ἣν ἀνῆψαν ἔνθα ἡ ἁγία ἵστατο αὐτὴν
καταφλέξαντες, διὰ τὸ ὑπὸ Θεοῦ ταύτην φυλάττεσθαι, ξίφει τὴν
αὐτῆς ἀπέτεμον κεφαλήν, ἔτει 304 μ.Χ.
                                                             
(Λουκία ἁγία ἑορτάζεται  καὶ τῇ 17η Σεπτεμβρίου ὡς καὶ τη 4ῃ καί 6η ᾽Ιουλίου).
     
Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ ἄθλησις τῷν ἁγίων καὶ ἐνδόξων τοῦ Χριστοῦ Μαρτύρων, Εὐστρατίου, Αὐξεντίου, Εὐγενίου, Μαρδαρίου καὶ ᾽Ορέστου.
                                      Στίχοι.
Τὸν Εὐστράτιον καὶ συνάθλους δὶς δύω, ῞Απαξ δύο κτείνουσι πῦρ τε ξῖφος. Τούς γε σὺν Εὐστρατίῳ δεκάτῃ τρίτῃ ἔκτανεν πῦρ.

Τῇ αὐτῆ ἡμέρᾳ Μνήμη τοῦ ῾Οσίου Πατρὸς ἡμῶν ᾽Αρσενίου τοῦ ἐν τῷ Λάτρῳ.  

Ὁ ῞Οσιος ῎Αρης ἐν εἰρήνῃ τελειοῦται.

Μνήμη τοῦ ἁγίου νέου ἱερομάρτυρος Γαβριὴλ ἀρχιεπισκόπου Σερβίας, τοῦ ἐν Προύσῃ μαρτυρήσαντος κατὰ τὸ 1659.

     Ταῖς αὐτῶν ἁγίαις πρεσβείαις, ὁ Θεὸς ἐλέησον καὶ σῶσον ἡμᾶς. ᾽Αμήν.
                      
Καταβασία. Σπλάγχνων ᾽Ιωνᾶν.

ᾨδή ζ '.  Οἱ ἐκ τῆς ᾽Ιουδαίας.
        
 Ὀλετῆρα χαρίτων, καὶ ψυχὰς ἡμῶν σκότει ἐπαπειλοῦντα νῦν,          ἀπέλασον Λουκία, ὡς πάλαι ἐν σταδίῳ, μαρτυρίῳ σου ἔδειξας, ὁ τῶν πατέρων Θεός, βοῶσα σὺ ὑπάρχεις.
             
Ὑπερβᾶσα κακίαν, τῆς ψυχῆς μου τὴν ἄνοιαν ἐξολόθρευσον,
καὶ πλούτησον ἁγνείας, καρποῖς καὶ εὐσεβείας, τοῦ κραυγάζειν πρὸς Κύριον, ὁ των Μαρτύρων ἡμῶν, Θεὸς εὐλογητὸς εἶ.

Σὸν Νυμφίον Δεσπότην, ἐν Σταυρῷ σωτηρίαν κόσμῳ πηγάσαντα, καὶ εἴδωλα μανίας, πατήσαντα ἁγία, διὰ βίου ἐδόξασας. ῾0 τῶν Πατέρων ἡμῶν Θεὸς εὐλογητὸς εἶ.
Θεοτοκίον.               
Ἡ  νηδύς σου Παρθένε, τὸν Χριστὸν ὡς χωρήσασα, Θεονύμφευτε, παράδεισος τῷ κόσμῳ, ἐδείχθη θεοφόρος, ὃν ὑμνοῦντες δοξάζομεν. ῾0 τῆς Ἀχράντου Μητρός, Θεὸς εὐλογητὸς εἶ.

Καταβασία. Οἱ παῖδες εὐσεβείᾳ.

ᾨδή η'. Τὸν Βασιλέα τῶν οὐρανῶν.
Σκότος εἰδώλων, ἀπὸ ψυχῶν σὺ ἀφεῖλες, τῶν κρινόντων σε
ἀδίκως Λουκία, καὶ φωτὶ ἐνθέῳ, κατηύγασας ἁγίῳ.

Τῷ σῷ Νυμφίῳ, χεῖρας ἐκτείνασα, Κόρη, ἐκδυσώπησον εὐχαῖς σου ἁγίαις, ἵνα τὴν εἰρήνην, δωρήσηται τῷ κόσμῳ.

Ἐπιχαρίτως, ὑμνολογοῦντες Λουκία, ἀναπέμπομεν Χριστῷ θείαν δόξαν, στέφος τῶν Μαρτύρων, ἡμῖν δωρησαμένῳ.

Θεοτοκίον.
Φωτοφοροῦσα, πεποικιλμένη χρυσίῳ, μετ' ἀγγέλων, παρεδρεύεις Παρθένε, καὶ παμβασιλέως, τὴν δόξαν κατοπτεύεις.

Καταβασία. Θαύματος ὑπερφυοῦς.

ᾨδὴ θ΄. Κυρίως Θεοτόκον.
   
 Ἀξίωσον Λουκία, ἰδεῖν τὴν τοῦ Σωτῆρος ἔλευσιν θάρσει καὶ  πόθῳ τῷ ζέοντι καὶ τὴν εἰρήνην ψυχῆς μοι ἐπιδαψίλευσον.

Νοός σου οἶκον Μάρτυς, ἐπλούτησας ἀκτῖσι, Πνεύματος θείου καὶ μύροις ἐπλήρωσας, τὴν σὴν καρδίαν, ἁγνείᾳ καὶ χάριτι.

Ὁ   μόνος ἐν ἁγίοις, ὑμνούμενος ἀξίως, Δεσπότης μάρτυς Λουκία ἐδόξασε, καὶ φωτοφόρῳ στεφάνῳ ἐκόσμησε.
                              
Θεοτοκίον.

Στολὴν ἀρρήτου κάλλους, ἐνδύσασθαι σοὺς δούλους, Δέσποινα Μήτηρ Κυρίου ἀξίωσον, τοὺς εὐωδίας θυμίαμα σοὶ προσφέροντας.
Καταβασία. Μυστήριον ξένον.

Ἐξαποστειλἁριον.
῾0 οὐρανὸν τοῖς ἄστροις.

 Ὁ ουρανὸν τοῖς ἄστροις, καταστολήσας ὡς Θεός, σὲ κατεκόσμησε πλήθει, Λουκία θείων ἀρετῶν, ὅθεν ἀεὶ διαλάμπεις, σύμπασαν κτίσιν, φαιδρύνουσα σαῖς πρεσβείαις.

Θεοτοκίον.

 Σοὶ Θεοτόκε προσπίπτει, γένος ἀνθρώπων οἰκετῶν, σὲ προσκαλοῦσα Παρθένε, χεῖρας ἐκτεῖναι τῶ Υἱῷ, καὶ σῷ Θεῷ Παναγία, ταῖς τῆς Λουκίας πρεσβείαις.

          Εἰς τοὺς Αἴνους. Ἱστῶμεν Στίχους ς΄ καὶ ψάλλομεν

Ἦχος α'. Τῶν οὐρανίων ταγμάτων.

Ἐμφατικῶς σὴ καρδία Μάρτυς Λουκία σεμνή, στοιχοῦσα ταῖς Σωτῆρος, παραθήκαις ἁγίαις, ἐτρώθη θείῳ πόθῳ καὶ ἀρετήν, ὅλην ἔδειξε κάλλεσι, τῶν χαρισμάτων κοσμούντων τὴν σὴν
ψυχήν, παραδείσου ταῖς ἐλλάμψεσι.

Τῶν ἀκροτάτων καὶ θείων, ἀγωνισμάτων σεμνή, Λουκία θεία Μάρτυς, ἐπελάβου γενναίως, τῷ σθένει καὶ τῇ χάριτι τοῦ Σταυροῦ, δι' οὗ ἔπαθλα ἄφθιτα, τοῦ Παραδείσου τοῖς γέρασι, σὴ ψυχή, ἐκοσμήθη εἰς ἀντάμειψιν.

Ἀγγαλλομένη εἰσῆλθες, ἐν τῶ σταδίῳ ἁγνή, ἀθλῆσαι ἐκζητοῦσα, καὶ ἐκχέαι σου αἷμα, τοῖς ἴχνεσι στοιχοῦσα τοῦ Λυτρωτοῦ, καὶ τὸ πάθος μιμήσασθαι, ἐπιποθοῦσα τὸ λύσαν τὴν ἐνοχήν, γένους ἅπαντος βροτείου σεμνή.

Καλλιεργήσασα πόνοις, τὴν σὴν καρδίαν σεμνή, ἀνέδειξας κοσμίαν, σῷ Νυμφίῳ καὶ Κτίστῃ, τοῖς σπέρμασι καὶ φύτροις τοῦ γεωργοῦ, πολλαπλάσιά σοι νείμαντος, καὶ θείᾳ ἅλωνι, γεηρῶν οὐρανοῦ σε, ἀξιώσαντα.

Δόξα. ῏Ηχος δ'.

Μαρτύρων θεῖοι χοροί, οἱ τῷ φωτὶ τῷ ἀνεσπέρῳ, ἐν οὐρανοῖς        περιλαμπόμενοι, χορεύσατε σήμερον· ἡ γὰρ νεᾶνις καὶ παρθένος, Λουκία ἡ πάνσεμνος, τῷ Δεσπότῃ παρίσταται, καὶ τῷ στεφάνῳ τῆς δόξης ἠγλαϊσμενη Αὐτῷ ἀνακράζει. ῾Η δόξα σὴ καὶ τὸ κράτος εἰς τοὺς αἰῶνας, τῷ ἐνδυναμώσαντί με καὶ αἵματι λούσαντι. Πιστῶν δὲ καρδίαι συνάχθητε, καὶ τῷ Βασιλεῖ οὕτως ᾄσατε. Δόξα σοι τῷ μόνῳ Θεῷ, τῷ τὴν ἁγίαν σθενώσαντι καὶ ἡμῖν δωρουμένῳ τὸ μέγα ἔλεος.

Καὶ νῦν. ῏Ηχος δ'.

Ἐκ παντοίων κινδύνων καὶ θλίψεων τοὺς δούλους σου φύλαττε, εὐλογημένη Θεοτόκε, ἵνα σὲ δοξάζωμεν τὴν ἐλπίδα τῶν ψυχῶν ἡμῶν.


Δοξολογία μεγάλη καὶ ᾽Απόλυσις.
           
ΕΙΣ ΤΗΝ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑΝ

Τὰ ᾽Αντίφωνα.
Εἰς τὴν Εἴσοδον. Ἀπολυτίκιον τῆς ῾Αγίας· Σικελίας τὸ
κλέος.
Κοντάκιον τῶν Χριστουγέννων. ῾Η Παρθένος σήμερον.

Ἀπόστολος τῆς Ἁγίας. Ζήτει τῇ 4η Δεκεμβρίου (Γαλ. γ'
23-δ'5).
Εὐαγγέλιον εἰς Γυναῖκας Μάρτυρας, Ζήτει τῇ Δευτέρᾳ

τῆς ιε' ἐβδομάδος Κατὰ Μᾶρκον ε' 24-34.

Κοινωνικόν. Τίμιος ἐναντίον Κυρίου ὁ θάνατος τοῦ ὁσίου
αὐτοῦ.

ΜΕΓΑΛΥΝΑΡΙΟΝ

Τὸ τῆς Σικελίας κλέος πιστοί, καὶ Συρακουσίων θρέμμα ἅγιον καὶ σεπτόν, τῆς ὀρθοδοξίας οἱ μῦσται  νῦν τιμῶμεν, Λουκίαν τὴν Παρθένον ὕμνοις καὶ ᾄσμασι.


ΤΕΛΟΣ

ΚΑΙ  Τῼ ΕΝ ΤΡΙΑΔΙ ΘΕῼ ΔΟΞΑ